- καθαροποιώ
- καθαροποιῶ, -έω (AM) καθαρίζωαρχ.1. ξεφλουδίζω2. πάπ. πληρώνω τα οφειλόμενα και έτσι απαλλάσσω μια ιδιοκτησία από ενυπόθηκα βάρη, εκκαθαρίζω λογαριασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιλαρο-ποιώ, ισχυρο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.