καθαροποιώ

καθαροποιώ
καθαροποιῶ, -έω (AM) καθαρίζω
αρχ.
1. ξεφλουδίζω
2. πάπ. πληρώνω τα οφειλόμενα και έτσι απαλλάσσω μια ιδιοκτησία από ενυπόθηκα βάρη, εκκαθαρίζω λογαριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιλαρο-ποιώ, ισχυρο-ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • καθαροποίησις — καθαροποίησις, ἡ (Α) [καθαροποιώ] εκκαθάριση ιδιοκτησίας από χρέη και ενυπόθηκα βάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”